βρέχω

βρέχω
βρέχω
1 drench, rain upon c. acc.

ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν O. 7.33

πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (sc. πάγος Κρόνου) O. 10.51 met., ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Iamos) O. 6.55 μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (-εσθαι v. l.) fr. 240.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βρέχω — Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχω — βρέχω, έβρεξα βλ. πίν. 31 (και ως απρόσ. βρέχει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • βρέχω — έβρεξα, βράχηκα και βρέχτηκα, βρεγμένος 1. υγραίνω, μουσκεύω: Μ’ έπιασε βροχή στο δρόμο και βράχηκα ως το κόκαλο. 2. κατουρώ: Το μωρό με έβρεξε όταν το πήρα στην αγκαλιά μου. 3. απρόσ., βρέχει ρίχνει βροχή: O Mάρτιος μας έβρεξε καλά φέτος. 4. φρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρέχον — βρέχω Acut. (Sp.) pres part act masc voc sg βρέχω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc sg βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρεγμένα — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβρεγμένᾱ , βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβρεγμένᾱ , βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέξαι — βρέχω Acut. (Sp.) aor imperat mid 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) aor inf act βρέξαῑ , βρέχω Acut. (Sp.) aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέξον — βρέχω Acut. (Sp.) aor imperat act 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) fut part act masc voc sg βρέχω Acut. (Sp.) fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέξω — βρέχω Acut. (Sp.) aor subj act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) fut ind act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχεσθε — βρέχω Acut. (Sp.) pres imperat mp 2nd pl βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd pl βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχῃ — βρέχω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”